- επιβρέχω
- ἐπιβρέχω (AM)1. βρέχω, καταβρέχω την επιφάνεια2. ρίχνω σαν βροχήαρχ.απρόσ. ἐπιβρέχειβρέχει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιβρέχω — ἐπί βρέχω Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg ἐπί βρέχω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεπιβρέχω — Α [ἐπιβρέχω] επιβρέχω, υγραίνω προηγουμένως κάτι … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
επίβρεγμα — ἐπίβρεγμα το (Α) [επιβρέχω] 1. κομπρέσα 2. βρέξιμο εξωτερικής επιφάνειας 3. αφέψημα 4. αλοιφή … Dictionary of Greek
επινίζω — ἐπινίζω (Α) υγραίνω την επιφάνεια, επιβρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίζω «πλένω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
ՏԵՂԱՄ — (ացի, ա՛.) NBH 2 0863 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c ն.չ. ՏԵՂԱՄ եւ ՏԵՂԵԱՄ, ՏԵՂԵՄ եւ ՏԵՂՈՒՄ. βρέχω, ἑπιβρέχω, ὔω, ὐετίζω pluo, irrigo νίφω ningo. Տեղ տարափոյ կամ անձրեւ ածել. եւ հանգոյն անձրեւի թափել. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)